- φορίνη
- φορί̱νη , φορίνηskinfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φορίνη — ἡ, ΜΑ το παχύ δέρμα, η δορά παχύδερμων ζώων αρχ. 1. το δέρμα ορισμένων ψαριών 2. το κέλυφος τής χελώνας 3. το ανθρώπινο δέρμα 4. ένδυμα από χοιρινό δέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. φορ ίνη ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα… … Dictionary of Greek
λευκοφορινόχρους — λευκοφορινόχρους, ουν (Α) αυτός που έχει λευκή επιδερμίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * + φορίνη «δέρμα, επιδερμίδα» + χρους (< χρώς), πρβλ. μελανό χρους] … Dictionary of Greek
περιφόρινος — ον Α 1. αυτός που περιβάλλεται από παχύ δέρμα 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ περιφόρινοι είδος υποδημάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + φορίνη «παχύ δέρμα» + κατάλ. ινος] … Dictionary of Greek
φορίνιον — τὸ, Μ [φορίνη] υποκορ. τμήμα δέρματος τού ματιού που έχει υποστεί πάχυνση … Dictionary of Greek
φορινούμαι — όομαι, Α [φορίνη] (για το μάτι) περιβάλλομαι, καλύπτομαι από παχιά μεμβράνη … Dictionary of Greek
φορίνην — φορί̱νην , φορίνη skin fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φορίνης — φορί̱νης , φορίνη skin fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)